-
1 παρα-στρέφω
παρα-στρέφω (s. στρέφω), verdrehen, παρέστραπται δέ οἱ ὄσσε, Nic. Ther. 758; Galen.; – übertr., σμικρὰ πάνυ παραστρέφοντες (die Wörter) τἀναντία ποιεῖν σημαίνειν, Plat. Crat. 418 a; τὴν μοῖραν ἐς τὸ μὴ χρεὼν παραστρέφων, Eur. bei Stob. Floril. 76, 10; u. so bes. zum Schlechtern verändern, αἱ ψυχαὶ παρεστραμμέναι τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως, Arist. pol. 8, 7.
См. также в других словарях:
παραστρέφω — και ποιητ. τ. παραστρωφῶ, άω, Α 1. στρέφω πλάγια, διαστρέφω, μεταβάλλω («σμικρὰ πάνυ παρεστρέφοντες ἐνίοτε τἀναντία ποιεῑν σημαίνειν», Πλάτ.) 2. φρ. «παραστρέφω τὸν τρίβωνα» στρέφω προς τα πάνω ή πλάγια («καὶ καθεζόμενος παραστρέψαι τὸν τρίβωνα» … Dictionary of Greek